αντιπαθής

αντιπαθής
(antipathes). Γένος κοιλεντερωτών της οικογένειας των αντιπαθιδών. Ζουν στις θάλασσες των τροπικών και εύκρατων ζωνών σε μεγάλα βάθη. Είναι ζώα που σχηματίζουν δενδροειδή σκελετό με έξι αγκαθωτές κεραίες και έχουν στιλπνό μαύρο χρώμα. Κυριότερο είδος είναι το πλοκάμι της Ίσιδος,που ζει στην Ερυθρά θάλασσα και φτάνει σε ύψος το 1 μ. Είναι γνωστό με την ονομασία μαύρο κοράλλι ή γιούσουρι και χρησιμεύει ως πρώτη ύλη για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων. Η ονομασία α. αποδίδεται στους Άραβες, επειδή πίστευαν ότι το κοιλεντερωτό αυτό ζώο απομακρύνει τα κακά πνεύματα.
* * *
-ές (Α ἀντιπαθής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αντιπάθεια, αντιπαθητικός
αρχ.
1. αυτός που ανταποδίδει πάθημα με πάθημα
2. αυτός που προξενεί αμοιβαίο αίσθημα ή ευχαρίστηση
3. εκείνος που έχει αντίθετες διαθέσεις ή ιδιότητες
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπαθές
α) το αντιφάρμακο για πάθημα
β) είδος μαύρου κοραλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + -παθής < έπαθον, αόρ. β' του πάσχω (πρβλ. ομοιοπαθής συμπαθής κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιπαθής — in return for suffering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθῆ — ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθές — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem voc sg ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθέστατον — ἀντιπαθής in return for suffering masc acc superl sg ἀντιπαθής in return for suffering neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθοῦς — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθέες — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθέσι — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθέσιν — ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθῶς — ἀντιπαθής in return for suffering adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπαθεῖ — ἀντιπαθέω have an aversion pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντιπαθέω have an aversion pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀντιπαθής in return for suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιπαθής… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”